προσεικάσαι

προσεικάσαι
προσεικά̱σᾱͅ , προσεικάζω
make like
fut part act fem dat sg (doric)
προσεικά̱σᾱͅ , προσεικάζω
make like
fut part act fem dat sg (doric)
προσεικάζω
make like
aor inf act
προσεικάσαῑ , προσεικάζω
make like
aor opt act 3rd sg
προσεικάζω
make like
aor inf act
προσεικάσαῑ , προσεικάζω
make like
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεικάζω — Α [εἰκάζω] 1. καθιστώ κάτι όμοιο, εξομοιώνω («δεῑ... τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς τῷ εἴδει προσεικάζειν», Ξεν.) 2. συμπεραίνω ύστερα από σύγκριση και αντιπαραβολή («οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός», Αισχύλ.) 4. εικάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”